κατεδηδεσμένοι

κατεδηδεσμένοι
κατεσθίω
eat up
perf part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατεσθίω — και κατέσθω (Α) 1. κατατρώγω, καταβροχθίζω (α. «λέων κατὰ ταῡρον ἐδηδώς», Ομ. Ιλ. β. «Καλατίας... οἳ τοὺς γονέας κατεσθίουσι», Ηρόδ.) 2. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω («τὰ μὲν ὄντα κατεσθίοντας», Δημοσθ.) 3. διαβρώνω (α. «ῥεύματα κατεσθίειν γνάθους»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”